απογεύομαι

απογεύομαι
(AM ἀπογεύομαι, Α. κ. -γεύω)
μσν.- νεοελλ.
τελειώνω το γεύμα μου
μσν.
παίρνω τροφή
αρχ.
1. δοκιμάζω κάτι
2. δίνω σε κάποιον ελάχιστη ποσότητα τροφής, μόλις να δοκιμάσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπογεύομαι — ἀπογεύω give pres ind mp 1st sg ἀπογεύω give pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπογεύομαι — Α δοκιμάζω κάτι με τη γεύση εκ τών προτέρων («τροφῆς προαπογεύονται», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπογεύομαι «δοκιμάζω με τη γεύση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”